- εφαγιστεύω
- ἐφαγιστεύω και δ. αν. ἀφαγιστεύω (Α)τελώ τις καθορισμένες τελετές, τη λατρεία που έχει καθοριστεί από τα ιερά έθιμα («κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁγιστεύω* «ιερουργώ, εξαγνίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.